μετριοπαθοῦς

μετριοπαθοῦς
μετριοπαθής
moderating one's passions
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • επιεικής — ές (AM ἐπιεικής, ές) συγκαταβατικός, ήπιος στην κρίση του, μετριοπαθής αρχ. μσν. 1. πράος, αγαθός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιεικές α) επιείκεια, συγκαταβατικότητα β) αγαθότητα αρχ. 1. αρμόδιος, κατάλληλος («τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλόν... ἀλλ’ ἐπιεικέα …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μετριοπάθεια — η (Α μετριοπάθεια, Α διαφ. τ. μετριοπαθία) [μετριοπαθής] 1. η ιδιότητα τού μετριοπαθούς, περιορισμός τού πάθους, εγκράτεια, αυτοσυγκράτηση, μετριοφροσύνη («οὐδὲ ὅσον ἦν φρόνημα τῇ ψυχῇ μετὰ πρᾳότητος καὶ μετριοπαθείας», Πλούτ.) 2. έλλειψη… …   Dictionary of Greek

  • μοναχισμός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ιδιάζουσα πραγματοποίηση της τάσης αποχωρισμού και απάρνησης του κόσμου για την ικανοποίηση εσωτερικών απαιτήσεων ηθικής και πνευματικής τελειοποίησης διά της προσευχής, της ταλαιπώρησης της σάρκας, των… …   Dictionary of Greek

  • Αρμένης-Βράιλας, Πέτρος — (Κέρκυρα 1812 – Λονδίνο 1884).Φιλόσοφος, νομομαθής και πολιτικός. Σπούδασε στην Κέρκυρα, την Μπολόνια και τη Γενεύη. Το 1840 διορίστηκε δικαστής των ανώτερων δικαστηρίων στη Ζάκυνθο και έπειτα υποθηκοφύλακας στην Κέρκυρα. Από το 1842 επιδόθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Γκρότιους — (Grotius, Ντελφτ, Ολλανδία 1583 – Ροστόκ, Μεκλεμβούργο 1645). Εκλατινισμένος τύπος του ονόματος του Ολλανδού φιλοσόφου και θεολόγου Χουίγκβαν Γκρόοτ (Huigvan Groot). Η φήμη του Γ. συνδέθηκε κυρίως με το έργο του Δίκαιο πολέμου και ειρήνης (De… …   Dictionary of Greek

  • Έμπερτ, Φρίντριχ — (Friedrich Ebert, Χαϊδελβέργη 1871 – Βερολίνο 1925). Γερμανός πολιτικός. Γιος εργατών και εργάτης ο ίδιος, σε νεαρή ηλικία έγινε μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας και σύντομα εξελίχθηκε σε έναν από τους κυριότερους εκπροσώπους… …   Dictionary of Greek

  • ΙΡΑ — (αγγλ. Irish Republican Army, ιρλανδ. Οglaigh na Éireann = Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός). Ιρλανδική εθνικιστική παραστρατιωτική οργάνωση. Ιδρύθηκε το 1919, όταν ψηφίστηκε ο νόμος περί Κυβερνήσεως της Ιρλανδίας. Σύμφωνα με αυτόν, η περιοχή του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”